ἀκτή

ἀκτή
ἀκτή (A), ,
A headland, foreland, promontory,

ἀ. προὔχουσα Od.24.82

;

ἀ. προβλῆτες 5.405

, 10.89; opp. λιμήν, Il.12.284; often with epithets, denoting high rugged coast, τρηχεῖα, ὑψηλή, Od.5.425, Il.2.395;

τρηχέα Hdt.7.33

;

στυφλοί A.Pers.303

;

ἀμφίκλυστος S.Tr.752

;

στόνῳ βρέμουσι δ' ἀντιπλῆγες ἀκταί Id.Ant.592

:—usu. of sea-coast, χλωρὰ ἀ. ib.1132;

ἀκταὶ ἔναλοι Tim.Pers.109

; but also of rugged banks or strand of rivers, Ἑλώρου, Νείλου, Pi.N.9.40, I.2.42;

Σιμόεντος A.Ag.697

;

Ἀχέροντος S.Ant.813

.—Rare in early Prose, X.An. 6.2.1, Lycurg.17.
2 generally, tract of land running out into the sea, ἀ. διφάσιαι of the north and south coasts of Asia Minor, Hdt.4.38; of Africa, as jatting out from Asia, 4.41, cf. 177; of Cape Sepias, 7.183, al.; of Mt.Athos, Th.4.109; ofltaly, Arist.Pol.1329b11; of the peninsula of the Piraeus, Hyp.Fr.185, Arist.Ath.42.3, Lycurg. 17 (also of Attica in general, E.Hel.1673, cf. Str.9.1.3); of the coast of Argolis, Plb.5.91.8, D.S.12.43: pl.,

ἀκτὰς τῆσδε γῆς S.Fr. 24

.
II generally, edge, χώματος ἀ. of a sepulchral mound, A. Ch.722; βώμιος ἀ. of an altar, S.OT182(lyr.). (As there is no trace of ϝ, the word is more probably connected with [root ] ak 'pointed' than with ϝάγ-νυμι.)
------------------------------------
ἀκτή (B), , poet. word for
A corn,

Δημήτερος ἀκτή Il.13.322

, 21.76, cf.E.Hipp.138 (lyr.), Epin.1.9;

μυληφάτου ἀλφίτου ἀ. Od.2.355

, cf. 14.429, Il.11.631:—in Hes. of corn generally, ὡσεὶ Δημήτερος ἀ., of standing crop, Sc.290, of unthreshed corn, Op.597,805; of seed,

οὐ σπόρον ὁλκοῖσιν Δηοῦς ἐνιβάλλομαι ἀ. A.R.3.413

. (The connexion with ἄγνυμι is doubtful.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἀκτῇ — Ἀκτή fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκτή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκτή — headland fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… …   Dictionary of Greek

  • ἀκτῇ — ἀκτάζω banquet on the shore fut ind mid 2nd sg (doric aeolic) ἀκτάζω banquet on the shore fut ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀκτέα elder tree fem dat sg (attic epic ionic) ἀκτή headland fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ακτή Ελεφαντοστού — Κράτος της δυτικής Αφρικής.Συνορεύει στα Α με την Γκάνα, στα Β με την Μπουρκίνα Φάσο (ΒΑ) και το Μάλι (ΒΔ), στα Δ με τη Γουινέα (ΒΔ) και τη Λιβερία (ΝΔ), ενώ στα Ν βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Τα σύνορα της Δημοκρατίας της Α.Ε. δεν… …   Dictionary of Greek

  • Ακτή των Πειρατών — Παράκτια περιοχή του Περσικού κόλπου μεταξύ της χερσονήσου του Κατάρ στα Δ και της χερσονήσου Μουσάνταμ (ακρωτήριο Ομάν) στα Α, η οποία αντιστοιχεί στην ακτή των Hνωμένων Αραβικών Εμιράτων …   Dictionary of Greek

  • ακτή — η παραλία, ακρογιαλιά: Οι ακτές που έχουν αμμουδιά γεμίζουν κόσμο το καλοκαίρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκτῆ — ἀκτέα elder tree fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ακτή Νέων Κερδυλίων — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 75 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βισαλτίας του νομού Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμφίπολης …   Dictionary of Greek

  • Ακτή Ύδρας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 37 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ερμιονίδας του νομού Αργολίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερμιόνης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”